- ἀποκομίζοντας
- ἀποκομίζωcarry awaypres part act masc acc plἀποκομίζωcarry awaypres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεοκάπηλος — η ο (AM θεοκάπηλος, ον) αυτός που καπηλεύεται, που εκμεταλλεύεται το όνομα τού θεού ή τα θεία, αποκομίζοντας με άνομο τρόπο προσωπικά κέρδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κάπηλος] … Dictionary of Greek
χριστιανός — I Όνομα βασιλιάδων της Δανίας. 1. X. A’ (1425 – 1481). Γιος του δούκα του Ολδεμβούργου. Μετά τον θάνατο του Χριστόφορου Γ’ έγινε βασιλιάς της Δανίας και το 1450 της Νορβηγίας. Η Σουηδία αντίθετα, αν και υπαγόταν επίσης στο στέμμα της Δανίας, δεν… … Dictionary of Greek
Αλέξιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο άνθρωπος του Θεού (4ος αι.). Καταγόταν από τη Ρώμη, γιος του πατρικίου Ευφημιανού και της Αγλαΐδας. Νυμφεύτηκε ύστερα από πίεση των γονέων του, την ίδια όμως μέρα του γάμου του αναχώρησε για… … Dictionary of Greek
Βενσεσλάβ — (Wenceslaus). Όνομα δουκών και βασιλιάδων της Βοημίας. 1. Β. Α’. (907 – 935). Διαδέχτηκε στον θρόνο τον πατέρα του Βρατισλαύο και βοήθησε τον Ερρίκο Α’ της Γερμανίας στους πολέμους του εναντίον των Σαξόνων, των Ούγγρων και των σλαβικών λαών.… … Dictionary of Greek
Γύζης, Νικόλαος — (Σκλαβοχώρι Τήνου 1842 – Μόναχο 1901).Ζωγράφος. Η ζωή και η τέχνη του Γ. όπως παρουσιάζονται μέσα από την προσωπική αλληλογραφία, το ημερολόγιο και το ζωγραφικό έργο του, βαδίζουν παράλληλα σε μια συνεχή εσωτερική ψυχική και πνευματική ανοδική… … Dictionary of Greek
Κεκαυμένος — Επώνυμο βυζαντινών στρατηγών. 1. Κατακαλών (τέλη 10ου – αρχές 11ου αι.). Πήρε μέρος στους πολέμους εναντίον των Βουλγάρων που διεξήγαγε ο αυτοκράτορας Βασίλειος B’ ο Βουλγαροκτόνος (976 1025) και στη νικηφόρα εκστρατεία του στρατηγού Γ. Μανιάκη… … Dictionary of Greek
Μελισσηνός — Επώνυμο οικογένειας στρατιωτικών της βυζαντινής περιόδου. 1. Μιχαήλ (8ος αι.). Βυζαντινός στρατηγός. Ήταν γιος του άρχοντα της Κωνσταντινούπολης Μ. και οπαδός των μεταρρυθμίσεων. Το 766 ανέλαβε τη διοίκηση του θέματος των Ανατολικών και κατεδίωξε … Dictionary of Greek
Σπάνο, Τζιοβάνι — (Spano). Ιταλός αρχαιολόγος και φιλόσοφος (Πλοάγκε, Σασάρι 1803 Κάλιαρι 1878). Ιερωμένος στον καθεδρικό ναό του Κάλιαρι δίδαξε Αγία Γραφή και ανατολικές γλώσσες στο πανεπιστήμιο του Κάλιαρι. Διορίστηκε διευθυντής των αρχαιοτήτων της Σαρδηνίας και … Dictionary of Greek